- αγλύκαντος
- -η, -οεκείνος που δε γλυκάθηκε, που στερήθηκε τη χαρά, ο πικραμένος: Πέρασε μια ζωή αγλύκαντη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγλύκαντος — και αστος, η, ο 1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός 2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω) το αγλύκαστος… … Dictionary of Greek
αγλύκιαστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιαστός < *γλυκιάζω] … Dictionary of Greek
αγλύκιστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιστός < γλυκίζω] … Dictionary of Greek